- λαγόφθαλμος
- και λαγώφθαλμος, -η, -ο (Α λαγώφθαλμος και λαγόφθαλμος και λαγωόφθαλμος, -ον)νεοελλ.αυτός που πάσχει από λαγοφθαλμίααρχ.1. εκείνος που έχει ελαττωματικό το άνω βλέφαρο και γι' αυτό, όταν κοιμάται, δεν μπορεί να καλύψει τον βολβό τού οφθαλμού2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λαγώφθαλμονη κατάσταση αυτή τών ματιών, η λαγοφθαλμία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + ὀφθαλμός (πρβλ. λυκ-όφθαλμος, μον-όφθαλμος)].
Dictionary of Greek. 2013.